αἴγινος

αἴγινος
αἴγινος (A), ,
A = κώνειον, Ps-Dsc.4.78.
------------------------------------
αἴγινος (B),
A = αἰγικός, PFay.222 (iii A. D.);

δέρματα PLond.2.236.6

(iv A. D.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αίγινος — αἴγινος, η, ον (Α) [αἴξ] 1. ο αιγικός* 2. ως ουσ. ονομασία τού φυτού κώνειο και τού δηλητηρίου που προέρχεται από αυτό …   Dictionary of Greek

  • αἴγινος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίνοις — αἴγινος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰγίνου — αἴγινος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἴγιν' — αἴγινε , αἴγινος masc voc sg αἴγιναι , αἰγίνη fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”